- ευπεψία
- ηεύκολη πέψη, φυσιολογική χώνεψη (αντίθ. δυσπεψία).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐπεψία — εὐπεψίᾱ , εὐπεψία digestibility fem nom/voc/acc dual εὐπεψίᾱ , εὐπεψία digestibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίᾳ — εὐπεψίᾱͅ , εὐπεψία digestibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπεψία — η (ΑΜ εὐπεψία) [εύπεπτος] εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνευση τής τροφής, χωνευτικότητα … Dictionary of Greek
εὐπεψίας — εὐπεψίᾱς , εὐπεψία digestibility fem acc pl εὐπεψίᾱς , εὐπεψία digestibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίαν — εὐπεψίᾱν , εὐπεψία digestibility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίαις — εὐπεψία digestibility fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίη — εὐπεψία digestibility fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεψίῃ — εὐπεψία digestibility fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
eupepsia — (Derivado del gr. petto, cocer, digerir.) ► sustantivo femenino FISIOLOGÍA Digestión normal. * * * eupepsia (del gr. «eupepsía») f. Med. Digestión normal. * * * eupepsia. (Del gr. εὐπεψία). f. Med. Digestión normal. * * * (del gr. ey, bien, y… … Enciclopedia Universal
καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] … Dictionary of Greek